στο λεξικό PONS
ri·bo·nu·cleic acid [ˌraɪbə(ʊ)nju:ˌkli:ɪkˈ-, αμερικ -boʊnu:ˌ-] ΟΥΣ, RNA ΟΥΣ no pl ΒΙΟΛ, ΧΗΜ
T <pl 's>, t <pl -'s [or -s]> [ti:] ΟΥΣ
A4 ΟΥΣ βρετ
A συντομογραφία: A level
A1 <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
1. A (hypothetical person, thing):
A <pl -s [or -'s]>, a <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
load·ed [ˈləʊdɪd, αμερικ ˈloʊd-] ΕΠΊΘ
3. loaded (having excess):
4. loaded κατηγορ οικ (rich):
5. loaded κατηγορ esp αμερικ αργκ (drunk):
6. loaded αμερικ ΑΥΤΟΚ (with all the extras):
7. loaded (biased):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
load ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- LMFAO
- LMT
- lo
- loach
- load
- loaded t-RNA
- load factor
- loading
- loading bay
- loading capacity
- loading dock