Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
worker [βρετ ˈwəːkə, αμερικ ˈwərkər] ΟΥΣ
1. worker (employee):
2. worker (proletarian):
-
- prolétaire αρσ θηλ
I. shift [βρετ ʃɪft, αμερικ ʃɪft] ΟΥΣ
1. shift (alteration):
2. shift (in workplace):
3. shift αμετάβλ:
7. shift αμερικ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ → gear shift
8. shift (on keyboard) → shift key
II. shift [βρετ ʃɪft, αμερικ ʃɪft] ΡΉΜΑ μεταβ
1. shift (move):
2. shift (get rid of):
3. shift (transfer):
III. shift [βρετ ʃɪft, αμερικ ʃɪft] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. shift:
2. shift (move):
3. shift (change):
IV. shift [βρετ ʃɪft, αμερικ ʃɪft] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
V. shift [βρετ ʃɪft, αμερικ ʃɪft]
στο λεξικό PONS
shift worker ΟΥΣ
worker [ˈwɜ:kəʳ, αμερικ ˈwɜ:rkɚ] ΟΥΣ
3. worker (person who works hard):
I. shift [ʃɪft] ΡΉΜΑ μεταβ
II. shift [ʃɪft] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. shift [ʃɪft] ΟΥΣ
1. shift (alteration):
-
- modification θηλ
2. shift (period of work):
shift worker ΟΥΣ
worker [ˈwɜr·kər] ΟΥΣ
3. worker (person who works hard):
I. shift [ʃɪft] ΡΉΜΑ μεταβ
II. shift [ʃɪft] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. shift [ʃɪft] ΟΥΣ
1. shift (alteration):
-
- modification θηλ
2. shift (period of work):
| I | shift |
|---|---|
| you | shift |
| he/she/it | shifts |
| we | shift |
| you | shift |
| they | shift |
| I | shifted |
|---|---|
| you | shifted |
| he/she/it | shifted |
| we | shifted |
| you | shifted |
| they | shifted |
| I | have | shifted |
|---|---|---|
| you | have | shifted |
| he/she/it | has | shifted |
| we | have | shifted |
| you | have | shifted |
| they | have | shifted |
| I | had | shifted |
|---|---|---|
| you | had | shifted |
| he/she/it | had | shifted |
| we | had | shifted |
| you | had | shifted |
| they | had | shifted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.