Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
bitten [βρετ ˈbɪtn, αμερικ ˈbɪtn] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
I. bite [βρετ bʌɪt, αμερικ baɪt] ΟΥΣ
1. bite (mouthful):
2. bite (snack):
3. bite μτφ:
5. bite ΑΛΙΕΊΑ:
II. bite <απλ παρελθ bit; μετ παρακειμ bitten> [βρετ bʌɪt, αμερικ baɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. bite <απλ παρελθ bit; μετ παρακειμ bitten> [βρετ bʌɪt, αμερικ baɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
IV. bite [βρετ bʌɪt, αμερικ baɪt]
I. bite [βρετ bʌɪt, αμερικ baɪt] ΟΥΣ
1. bite (mouthful):
2. bite (snack):
3. bite μτφ:
5. bite ΑΛΙΕΊΑ:
II. bite <απλ παρελθ bit; μετ παρακειμ bitten> [βρετ bʌɪt, αμερικ baɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. bite <απλ παρελθ bit; μετ παρακειμ bitten> [βρετ bʌɪt, αμερικ baɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
IV. bite [βρετ bʌɪt, αμερικ baɪt]
bullet [βρετ ˈbʊlɪt, αμερικ ˈbʊlət] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
 
  
 bitten [ˈbɪtn] ΡΉΜΑ
bitten μετ παρακειμ of bite
I. bite <bit, bitten> [baɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
II. bite <bit, bitten> [baɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. bite [baɪt] ΟΥΣ
1. bite:
2. bite (food):
I. bite <bit, bitten> [baɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
II. bite <bit, bitten> [baɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. bite [baɪt] ΟΥΣ
1. bite:
2. bite (food):
 
  
  
  
 bitten [ˈbɪt· ə n] ΡΉΜΑ
bitten μετ παρακειμ of bite
I. bite <bit, bitten> [baɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
II. bite <bit, bitten> [baɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. bite [baɪt] ΟΥΣ
1. bite:
2. bite (food):
I. bite <bit, bitten> [baɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
II. bite <bit, bitten> [baɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. bite [baɪt] ΟΥΣ
1. bite:
2. bite (food):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
