Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. bénéficiaire [benefisjɛʀ] ΕΠΊΘ
bénéficiaire affaire, entreprise:
- bénéficiaire
-
II. bénéficiaire [benefisjɛʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ
- bénéficiaire
-
-
- bénéficiaire αρσ θηλ
-
- bénéficiaire αρσ θηλ
-
- bénéficiaire αρσ θηλ
-
- bénéficiaire αρσ θηλ
-
- bénéficiaire αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
I. bénéficiaire [benefisjɛʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. bénéficiaire:
- bénéficiaire
-
2. bénéficiaire CH d'une retraite:
- bénéficiaire
-
II. bénéficiaire [benefisjɛʀ] ΕΠΊΘ
bénéficiaire entreprise, opération:
- bénéficiaire
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- bélouga
- béluga
- belvédère
- bémol
- bénédicité
- bénéficiaire
- bénéficier
- bénéfique
- Benelux
- Bénélux
- benêt