Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: langen , landen , Lanthan , lang και lange

I . landen [ˈlandən] ΡΉΜΑ αμετάβ +sein

ιδιωτισμοί:

I . langen [ˈlaŋən] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

3. langen (fassen):

an etw αιτ langen
toucher [à] qc

II . langen [ˈlaŋən] ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ οικ

ιδιωτισμοί:

elle en a/j'en ai marre οικ

III . langen [ˈlaŋən] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

ιδιωτισμοί:

en allonger une à qn οικ

Lanthan <-s; χωρίς πλ> [lanˈtaːn] ΟΥΣ ουδ ΧΗΜ

lanthane αρσ

lange

lange → lang

Βλέπε και: lang

II . lang <länger, längste> [laŋ] ΕΠΊΡΡ

I . lang <länger, längste> [laŋ] ΕΠΊΘ

3. lang οικ (groß gewachsen):

grand(e)
quelle grande perche ! οικ

ιδιωτισμοί:

II . lang <länger, längste> [laŋ] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina