στο λεξικό PONS
I. leb·haft [ˈle:phaft] ΕΠΊΘ
2. lebhaft (angeregt):
II. leb·haft [ˈle:phaft] ΕΠΊΡΡ
In·ter·es·se <-s, -n> [ɪntəˈrɛsə] ΟΥΣ ουδ
1. Interesse kein πλ (Aufmerksamkeit):
2. Interesse πλ (Neigungen):
3. Interesse πλ (Belange):
4. Interesse (Nutzen):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.