στο λεξικό PONS
 
  
 brisk [brɪsk] ΕΠΊΘ
1. brisk (quick):
2. brisk (sharp):
-  brisk tone
-  
4. brisk (cool):
-  brisk weather, wind
-  frisch <frischer, am frischesten>
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 brisk ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  brisk
-  
brisk investment activity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  brisk investment activity
-  
 
  
 -  
-  brisk
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
