στο λεξικό PONS
Glas <-es, Gläser> [gla:s, πλ ˈglɛ:zɐ] ΟΥΣ ουδ
1. Glas (Werkstoff):
2. Glas (Trinkgefäß):
Gas <-es, -e> [ga:s, πλ ˈga:zə] ΟΥΣ ουδ
Gras <-es, Gräser> [gra:s, πλ ˈgrɛ:zɐ] ΟΥΣ ουδ
ιδιωτισμοί:
Fahrerassistenzsystem, FAS ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
MOA ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
FAS phrase
FAS συντομογραφία: Free Alongside Ship ΕΜΠΌΡ
EMAS ΟΥΣ θηλ
EMAS συντομογραφία: eco-management and auditing scheme ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
IAS ΟΥΣ
IAS πλ συντομογραφία: International Accounting Standards ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
International Accounting Standards ΟΥΣ πλ ΛΟΓΙΣΤ
OAS ΟΥΣ θηλ
OAS συντομογραφία: Organization of American States ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
IAS-Rechnungslegung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Bundesaufsichtsamt für das Kreditwesen ΟΥΣ ουδ ΚΡΆΤΟς
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.