στο λεξικό PONS
las [la:s] ΡΉΜΑ
las παρατατ von lesen
I. le·sen1 <liest, las, gelesen> [ˈle:zn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
3. lesen (leserlich sein):
II. le·sen1 <liest, las, gelesen> [ˈle:zn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ
Gras <-es, Gräser> [gra:s, πλ ˈgrɛ:zɐ] ΟΥΣ ουδ
ιδιωτισμοί:
Fahrerassistenzsystem, FAS ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
MOA ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
FAS phrase
FAS συντομογραφία: Free Alongside Ship ΕΜΠΌΡ
EMAS ΟΥΣ θηλ
EMAS συντομογραφία: eco-management and auditing scheme ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
IAS-Rechnungslegung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
IAS ΟΥΣ
IAS πλ συντομογραφία: International Accounting Standards ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
International Accounting Standards ΟΥΣ πλ ΛΟΓΙΣΤ
OAS ΟΥΣ θηλ
OAS συντομογραφία: Organization of American States ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Bundesaufsichtsamt für das Kreditwesen ΟΥΣ ουδ ΚΡΆΤΟς
Cash Settlement ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.