στο λεξικό PONS
Au·dit <-s, -s> [ˈo:dɪt] ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ
- Audit (Prüfung betrieblicher Qualitätsmerkmale)
- audit
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Management Audit ΟΥΣ ουδ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
- management audit
Öko-Audit ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- eco-audit
-
- environmental audit
EG-Öko-Audit-Verordnung ΟΥΣ θηλ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
ISO-Überwachungs-Audit ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- ISO-Überwachungs-Audit
- ISO supervision audit
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.