στο λεξικό PONS
Tes·tat <-[e]s, -e> [tɛstˈa:t] ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
- Testat
-
- Testat
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Testat ΟΥΣ ουδ ΛΟΓΙΣΤ
- Testat (Bestätigungsvermerk)
-
- Testat (Bestätigungsvermerk)
-
-
- Testat ουδ
-
- Testat ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.