στο λεξικό PONS
öko [ˈø:ko] ΕΠΊΘ αμετάβλ οικ
öko συντομογραφία: ökologisch
- öko
-
Öko <-[s], -s> [ˈø:ko] ΟΥΣ αρσ ΠΟΛΙΤ, ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
- Öko οικ
-
- Öko οικ
-
öko- [ˈø:ko-] ΣΎΝΘ
- öko-
- eco-
Öko·gü·te·sie·gel, Öko-Gü·te·sie·gel ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΛ, ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
EG-Öko-Audit-Verordnung ΟΥΣ θηλ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Öko-Audit ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.