στο λεξικό PONS
Bank1 <-, Bänke> [ baŋk, πλ ˈbɛŋkə ] ΟΥΣ θηλ
1. Bank:
2. Bank:
Bank2 <-, -en> [baŋk] ΟΥΣ θηλ
1. Bank ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
deutsch [dɔytʃ] ΕΠΊΘ
1. deutsch (Deutschland betreffend):
2. deutsch ΓΛΩΣΣ:
Deutsch [dɔytʃ] ΟΥΣ ουδ κλιν τύπος wie επίθ
1. Deutsch ΓΛΩΣΣ:
Deut·sche <-n> ΟΥΣ ουδ
Bun·des·ver·band <-(e)s, -bände> ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Bundesverband deutscher Banken ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.