Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. rigueur [ʀiɡœʀ] ΟΥΣ θηλ
1. rigueur (sévérité):
3. rigueur (précision):
II. rigueurs ΟΥΣ θηλ πλ
III. de rigueur ΕΠΊΘ
IV. à la rigueur ΕΠΊΡΡ
-
- rigueurs θηλ πλ
- strictness (of rule, law)
- rigueur θηλ
-
- rigueur θηλ
-
- rigueur θηλ
-
- rigueur θηλ
- stringently apply, treat
-
στο λεξικό PONS
rigueur [ʀigœʀ] ΟΥΣ θηλ
1. rigueur (sévérité):
2. rigueur (austérité):
4. rigueur (épreuve):
rigueur [ʀigœʀ] ΟΥΣ θηλ
1. rigueur (sévérité):
2. rigueur (austérité):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.