Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
etiquette [βρετ ˈɛtɪkɛt, ɛtɪˈkɛt, αμερικ ˈɛdəkət, ˈɛdəˌkɛt] ΟΥΣ
1. etiquette (social):
- etiquette
- bienséance θηλ
- etiquette
- étiquette θηλ
2. etiquette (professional, diplomatic):
- etiquette
- protocole αρσ
3. etiquette (ceremonial):
- etiquette
- étiquette θηλ
professional etiquette ΟΥΣ U
- professional etiquette
- déontologie θηλ
στο λεξικό PONS
etiquette [ˈetɪket, αμερικ ˈet̬ɪkɪt] ΟΥΣ no πλ
- etiquette
- étiquette θηλ
- diplomatic/court etiquette
-
etiquette [ˈet̬·ɪ·kɪt] ΟΥΣ
- etiquette
- étiquette θηλ
- diplomatic etiquette
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- diplomatic/court etiquette
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ethnologist
- ethnology
- ethology
- ethos
- ethyl
- etiquette
- Etna
- Etruria
- Etruscan
- ETV
- etymological