Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sanction [sɑ̃ksjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. sanction (peine):
2. sanction:
ιδιωτισμοί:
- sanction disciplinaire ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
-
στο λεξικό PONS
- sanction
- sanction θηλ
-
- sanction θηλ
sanction [sɑ͂ksjo͂] ΟΥΣ θηλ
1. sanction (punition):
- sanction
-
- sanction ΣΧΟΛ
-
2. sanction ΟΙΚΟΝ, ΠΟΛΙΤ:
- sanction
- sanction
vote-sanction <votes-sanctions> [vɔtsɑ͂ksjo͂] ΟΥΣ αρσ ΠΟΛΙΤ
- vote-sanction
-
- sanction
- sanction θηλ
-
- sanction θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.