Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. pendant1 [pɑ̃dɑ̃] ΠΡΌΘ
1. pendant (pour exprimer une durée):
2. pendant (au cours de):
II. pendant que ΣΎΝΔ
I. pendant2 (pendante) [pɑ̃dɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. pendant (qui pend):
2. pendant (en instance):
II. pendant ΟΥΣ αρσ
2. pendant (équivalent):
στο λεξικό PONS
I. pendant [pɑ̃dɑ̃] ΠΡΌΘ
1. pendant (pour indiquer une durée):
I. pendant [pɑ͂dɑ͂] ΠΡΌΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.