στο λεξικό PONS
author·ity [ɔ:ˈθɒrəti, αμερικ əˈθɔ:rət̬i] ΟΥΣ
1. authority no pl (right of control):
2. authority no pl:
3. authority no pl (strength of personality):
4. authority no pl (knowledge):
5. authority (expert):
6. authority (organization):
7. authority (bodies having power):
8. authority no pl (source):
9. authority ΝΟΜ:
mon·etary [ˈmʌnɪtəri, αμερικ ˈmɑ:nəteri] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
monetary authority ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
authority ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
authority ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
monetary ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.