στο λεξικό PONS
joint es·ˈtate ΟΥΣ ΝΟΜ
es·tate [ɪˈsteɪt, esˈ-] ΟΥΣ
1. estate:
2. estate ΝΟΜ:
3. estate βρετ (group of buildings):
4. estate (political class):
5. estate dated (state):
6. estate βρετ (car):
7. estate (interest in land):
I. joint [ʤɔɪnt] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. joint [ʤɔɪnt] ΟΥΣ
1. joint (connection):
2. joint ΤΕΧΝΟΛ:
3. joint ΑΝΑΤ:
4. joint culin (meat):
5. joint οικ:
- joint (cheap bar, restaurant)
-
- joint (cheap bar, restaurant)
-
- joint (cheap bar, restaurant)
-
- joint (cheap bar, restaurant)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
joint estate ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.