στο λεξικό PONS
joint iˈni·tia·tive ΟΥΣ
ini·tia·tive [ɪˈnɪʃətɪv, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
1. initiative no pl επιβεβαιωτ (enterprise):
2. initiative no pl (power to act):
3. initiative (action):
I. joint [ʤɔɪnt] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. joint [ʤɔɪnt] ΟΥΣ
1. joint (connection):
2. joint ΤΕΧΝΟΛ:
3. joint ΑΝΑΤ:
4. joint culin (meat):
5. joint οικ:
- joint (cheap bar, restaurant)
-
- joint (cheap bar, restaurant)
-
- joint (cheap bar, restaurant)
-
- joint (cheap bar, restaurant)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
joint initiative ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.