στο λεξικό PONS
joint·ly [ˈʤɔɪntli] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
- jointly
-
ˈjoint·ly fund·ed ΕΠΊΘ βρετ
- jointly funded
-
joint·ly and ˈsev·er·al·ly ΕΠΊΡΡ αμετάβλ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
jointly and severally ΕΠΊΡΡ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.