στο λεξικό PONS
in·ci·den·tal [ˌɪn(t)sɪˈdentəl, αμερικ -t̬əl] ΕΠΊΘ
1. incidental (related):
2. incidental (secondary):
3. incidental:
ex·pense [ɪkˈspen(t)s, ek-] ΟΥΣ
1. expense (payment):
2. expense no pl (cost):
3. expense (reimbursed money):
4. expense μτφ:
I. rent·al [ˈrentəl] ΟΥΣ
II. rent·al [ˈrentəl] ΕΠΊΘ προσδιορ
expenses ΟΥΣ
-
- Lebenshaltungskosten ουσ πλ
expense ΟΥΣ
-
- Aufwand αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
incidental rental expenses ΟΥΣ ΑΚΊΝ
-
- Mietaufwand αρσ
expenses ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
rental ΟΥΣ ΑΚΊΝ
-
- Vermietung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.