στο λεξικό PONS
I. crimi·nal [ˈkrɪmɪnəl] ΟΥΣ
II. crimi·nal [ˈkrɪmɪnəl] ΕΠΊΘ
1. criminal:
2. criminal (shameful):
crimi·nal ˈcharge ΟΥΣ
crimi·nal ˈmeno·pause ΟΥΣ
crimi·nal ˈneg·li·gence ΟΥΣ no pl, no άρθ
crimi·nal ˈrec·ord ΟΥΣ
crimi·nal in·ves·ti·ˈga·tion ΟΥΣ
crimi·nal ˈlaw·yer ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
criminal law ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Strafrecht ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.