στο λεξικό PONS
crimi·nal ˈlaw·yer ΟΥΣ
law·yer [ˈlɔɪəʳ, αμερικ ˈlɑ:jɚ, ˈlɔɪ-] ΟΥΣ
1. lawyer (attorney):
2. lawyer βρετ οικ (student):
I. crimi·nal [ˈkrɪmɪnəl] ΟΥΣ
II. crimi·nal [ˈkrɪmɪnəl] ΕΠΊΘ
1. criminal:
2. criminal (shameful):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.