στο λεξικό PONS
I. ver·schwen·de·risch ΕΠΊΘ
1. verschwenderisch (sinnlos ausgebend):
II. ver·schwen·de·risch ΕΠΊΡΡ
- verschwenderisch
-
- verschwenderisch leben
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- energetisch verschwenderisch
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.