στο λεξικό PONS
dis·or·der [dɪˈsɔ:dəʳ, αμερικ -ɔ:rdɚ] ΟΥΣ
1. disorder no pl (disarray):
2. disorder ΙΑΤΡ:
3. disorder no pl (riot):
at·ten·tion [əˈten(t)ʃ ə n] ΟΥΣ no pl
1. attention (notice):
2. attention (maintenance):
3. attention (care):
4. attention (in letters):
5. attention no pl esp ΣΤΡΑΤ (stiff stance):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- attend
- attendance
- attendance centre
- attendant
- attended operation
- attention deficit disorder
- attention-grabbing
- attention-seeking
- attention span
- attentive
- attentively