στο λεξικό PONS
aˈgree·ment pe·ri·od ΟΥΣ ΝΟΜ
agree·ment [əˈgri:mənt] ΟΥΣ
1. agreement no pl (same opinion):
2. agreement (approval):
3. agreement (arrangement):
4. agreement (contract, pact):
5. agreement ΧΡΗΜΑΤΟΠ (consistency):
6. agreement ΓΛΩΣΣ:
I. pe·ri·od [ˈpɪəriəd, αμερικ ˈpɪr-] ΟΥΣ
1. period (length of time):
2. period (lesson):
3. period:
4. period ΓΕΩΛ:
5. period οικ (menstruation):
II. pe·ri·od [ˈpɪəriəd, αμερικ ˈpɪr-] ΟΥΣ modifier
1. period:
2. period (concerning menstruation):
- period cramps, days
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
agreement period ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.