στο λεξικό PONS
I. ge·dient ΡΉΜΑ
gedient μετ παρακειμ: dienen
II. ge·dient ΕΠΊΘ
die·nen [ˈdi:nən] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. dienen (nützlich sein):
2. dienen (behilflich sein):
3. dienen (verwendet werden):
4. dienen (herbeiführen):
5. dienen (Militärdienst leisten):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Client ΟΥΣ αρσ IT
PNS ΟΥΣ ουδ
PNS συντομογραφία: Paris Net Settlement ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
DvP ΟΥΣ θηλ
DvP συντομογραφία: Delivery versus Payment ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
ÖPNV-Fahrtenquotient öffentlicher Verkehr, ΑΞΙΟΛΌΓ
ÖPNV
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.