στο λεξικό PONS
Ver·trag <-[e]s, Verträge> [fɛɐ̯ˈtra:k, πλ -ˈtrɛ:gə] ΟΥΣ αρσ
GmbH-Ver·trag <-(e)s, -träge> ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ
Eu·ro·pa·ver·trag, EU-Ver·trag ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
- Wirksamkeit eines Vertrags
-
- Rechtsnatur der Beschlüsse/des Vertrags
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Maastrichter Vertrag ΟΥΣ αρσ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.