Nich·tig·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Nichtigkeit kein πλ ΝΟΜ (Ungültigkeit):
- Nichtigkeit
-
- Nichtigkeit
-
2. Nichtigkeit meist πλ τυπικ:
- Nichtigkeit
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.