στο λεξικό PONS


Auf·he·bung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Aufhebung (das Aufheben):
- Aufhebung
-
- Aufhebung von Embargo
-
- Aufhebung von Embargo
-
- Aufhebung von Erlass
-
- Aufhebung von Immunität
-
- Aufhebung von Immunität
-
- Aufhebung von Urteil
-
- Aufhebung von Verfügung
-
3. Aufhebung ΦΥΣ:
- Aufhebung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.