στο λεξικό PONS
I. matt [mat] ΕΠΊΘ
2. matt (nicht kräftig):
3. matt (glanzlos):
5. matt (nicht durchscheinend):
7. matt (lahm, nicht überzeugend):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
MATIF ΟΥΣ θηλ
MATIF συντομογραφία: Marché à Terme International de France ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Mate's Receipt ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
CAT ΟΥΣ ουδ E-COMM
ECOFIN-Rat ΟΥΣ αρσ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Lendenschnitte vom Grill ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.