στο λεξικό PONS
Om·buds·mann (-frau) <-es, -männer> [ˈɔmbʊts-] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- Ombudsmann (-frau)
- ombudsman masc
- Ombudsmann (-frau)
- ombudswoman fem
Om·buds·frau [ˈɔmbʊts-] ΟΥΣ θηλ
Ombudsfrau θηλυκός τύπος: Ombudsmann
Ombudsmann ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Ombudsmann (von den Banken geschaffene Stelle zur Schlichtung von Streitfällen zwischen Bank und Kunden)
-
Om·buds·mann (-frau) <-es, -männer> [ˈɔmbʊts-] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- Ombudsmann (-frau)
- ombudsman masc
- Ombudsmann (-frau)
- ombudswoman fem
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ombudsmann ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Ombudsmann (von den Banken geschaffene Stelle zur Schlichtung von Streitfällen zwischen Bank und Kunden)
-
-
- Ombudsmann αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.