στο λεξικό PONS
Kro·ne <-, -n> [ˈkro:nə] ΟΥΣ θηλ
ιδιωτισμοί:
Kropf <-[e]s, Kröpfe> [krɔpf, πλ ˈkrœpfə] ΟΥΣ αρσ
kroch [krɔx] ΡΉΜΑ
kroch παρατατ von kriechen
krie·chen <kriecht, kroch, gekrochen> [ˈkri:çn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. kriechen +sein (sich auf dem Bauch vorwärtsbewegen):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Tschechische Krone ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Mikro-Hedge ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Makro-Hedge ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
hausgebackenes Brot ΟΥΣ ουδ ΜΑΓΕΙΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.