στο λεξικό PONS
I. Czech [tʃek] ΟΥΣ
1. Czech (person):
- Czech
-
2. Czech no pl (language):
- Czech
-
II. Czech [tʃek] ΕΠΊΘ αμετάβλ
- Czech
-
Czech Re·ˈpub·lic ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Czech koruna ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Czech koruna
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.