στο λεξικό PONS
 
  
 I. Nor·we·gian [nɔ:ˈwi:ʤən, αμερικ nɔ:rˈ-] ΟΥΣ
1. Norwegian (person):
-  Norwegian
-  
2. Norwegian no pl (language):
-  Norwegian
-  Norwegisch ουδ
-  in Norwegian
-  
II. Nor·we·gian [nɔ:ˈwi:ʤən, αμερικ nɔ:rˈ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 