Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. par|eil (pareille) [paʀɛj] ΕΠΊΘ
1. pareil (semblable):
2. pareil (de telle nature):
- pareil (pareille)
-
II. par|eil (pareille) [paʀɛj] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. pareil (égal):
- pareil (pareille)
-
III. par|eil (pareille) [paʀɛj] ΕΠΊΡΡ οικ
1. pareil (identiquement):
- sensiblement pareil
-
στο λεξικό PONS
I. pareil(le) [paʀɛj] ΕΠΊΘ
II. pareil(le) [paʀɛj] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
I. pareil(le) [paʀɛj] ΕΠΊΘ
II. pareil(le) [paʀɛj] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.