I. pareil(le) [paʀɛj] ΕΠΊΘ
1. pareil (identique):
II. pareil(le) [paʀɛj] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
pareil πλ μειωτ (semblable):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.