Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
heur|eux (heureuse) [œʀø, øz] ΕΠΊΘ
1. heureux (satisfait):
4. heureux (chanceux):
5. heureux (réussi):
ιδιωτισμοί:
στο λεξικό PONS
I. heureux (-euse) [øʀø, -øz] ΕΠΊΘ
1. heureux (rempli de bonheur):
3. heureux (favorable):
I. heureux (-euse) [øʀø, -øz] ΕΠΊΘ
1. heureux (rempli de bonheur):
3. heureux (favorable):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.