στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
στο λεξικό PONS
I. fatto (-a) ΡΉΜΑ
fatto μετ παρακειμ di fare
II. fatto (-a) ΕΠΊΘ
1. fatto (fabbricato):
2. fatto:
I. fare1 <faccio, feci, fatto> [ˈfa:·re] ΡΉΜΑ μεταβ
1. fare (compiere azioni):
5. fare:
6. fare (ammontare):
7. fare ΑΘΛ (praticare):
9. fare (comportamento):
10. fare (ιδιωτ):
II. fare1 <faccio, feci, fatto> [ˈfa:·re] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. fare1 <faccio, feci, fatto> [ˈfa:·re] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
fare farsi (ιδιωτ):
- casereccio (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.