Oxford Spanish Dictionary
I. full <fuller fullest> [αμερικ fʊl, βρετ fʊl] ΕΠΊΘ
II. full [αμερικ fʊl, βρετ fʊl] ΕΠΊΡΡ
1. full as intensifier:
2. full (directly):
3. full in phrases:
I. full-time [αμερικ ˈfʊl ˈˌtaɪm, βρετ] ΕΠΊΘ
II. full-time [αμερικ ˈfʊl ˈˌtaɪm, βρετ] ΕΠΊΡΡ
I. full-length [αμερικ ˌfʊlˈlɛŋθ, βρετ ˌfʊlˈlɛŋθ] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
I. full [fʊl] -er, -est ΕΠΊΘ
2. full (total):
3. full (maximum):
II. full [fʊl] -er, -est ΕΠΊΡΡ
I. full-frontal ΕΠΊΘ
I. full <-er, -est> [fʊl] ΕΠΊΘ
2. full (total):
3. full (maximum):
II. full [fʊl] ΕΠΊΡΡ
I. full-frontal ΕΠΊΘ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.