Oxford Spanish Dictionary
grown1 [αμερικ ɡroʊn, βρετ ɡrəʊn] παρελθ part grow
I. grow <παρελθ grew, μετ παρακειμ grown> [αμερικ ɡroʊ, βρετ ɡrəʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. grow:
2.1. grow (get bigger, taller):
2.3. grow (expand, increase):
3.1. grow (become):
II. grow <παρελθ grew, μετ παρακειμ grown> [αμερικ ɡroʊ, βρετ ɡrəʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
1.2. grow:
2. grow ΕΜΠΌΡ:
- grow company
-
grown2 ΕΠΊΘ
full-grown [αμερικ ˈfʊl ˈˌɡroʊn, βρετ fʊlˈɡrəʊn] ΕΠΊΘ προσδιορ
- full-grown
-
I. grown-up [αμερικ ˈɡroʊnəp, βρετ ˈɡrəʊnʌp] ΟΥΣ
I. grow <παρελθ grew, μετ παρακειμ grown> [αμερικ ɡroʊ, βρετ ɡrəʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. grow:
2.1. grow (get bigger, taller):
2.3. grow (expand, increase):
3.1. grow (become):
II. grow <παρελθ grew, μετ παρακειμ grown> [αμερικ ɡroʊ, βρετ ɡrəʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
1.2. grow:
2. grow ΕΜΠΌΡ:
- grow company
-
grow up ΡΉΜΑ [αμερικ ɡroʊ -, βρετ ɡrəʊ -] (v + adv)
2. grow up (become adult):
I. grow out ΡΉΜΑ [αμερικ ɡroʊ -, βρετ ɡrəʊ -] (v + adv)
στο λεξικό PONS
II. grown [grəʊn, αμερικ groʊn] ΡΉΜΑ
grown μετ παρακειμ of grow
I. grow [grəʊ, αμερικ groʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ grew, grown
I. grow [grəʊ, αμερικ groʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ grew, grown
II. grown [groʊn] ΡΉΜΑ
grown μετ παρακειμ of grow
I. grow <grew, grown> [groʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ
3. grow (develop):
I. grow <grew, grown> [groʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ
3. grow (develop):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.