Oxford Spanish Dictionary
I. thick <thicker thickest> [αμερικ θɪk, βρετ θɪk] ΕΠΊΘ
1.1. thick layer/book/fabric:
1.3. thick (dense):
2. thick (covered, filled) pred:
3. thick (heavy):
4.3. thick οικ (close) pred:
II. thick [αμερικ θɪk, βρετ θɪk] ΕΠΊΡΡ
III. thick [αμερικ θɪk, βρετ θɪk] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
I. thick [θɪk] ΕΠΊΘ
4. thick (stupid):
I. thick [θɪk] ΕΠΊΘ
4. thick (stupid):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.