Oxford Spanish Dictionary
II. oscurecer ΡΉΜΑ μεταβ
στο λεξικό PONS
II. oscurecer irr como crecer ΡΉΜΑ μεταβ
III. oscurecer irr como crecer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα oscurecerse
1. oscurecer tb. μτφ (volverse oscuro):
2. oscurecer tb. μτφ (debilitarse):
II. oscurecer [os·ku·re·ˈser, -θer] irr como crecer ΡΉΜΑ μεταβ tb. μτφ (privar de luz)
III. oscurecer [os·ku·re·ˈser, -θer] irr como crecer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
| - | oscurece |
|---|
| - | oscurecía |
|---|
| - | oscureció |
|---|
| - | oscurecerá |
|---|
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.