στο λεξικό PONS
 
  
 I. with·in [wɪˈðɪn] ΠΡΌΘ
1. within τυπικ (inside of):
2. within (confined by):
4. within (in limit of):
5. within (in less than):
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
