στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 -  
-  Sichtweite θηλ <-, -n>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
  
 Sichtweite
-  verkehrseinschränkende Sichtweite
-  
-  verkehrseinschränkende Sichtweite
-  
 
  
 -  
-  verkehrseinschränkende Sichtweite
-  
-  beschränkte Sichtweite
-  
-  beschränkte Sichtweite
-  
-  beschränkte Sichtweite
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
