στο λεξικό PONS
mor·al ma·ˈjor·ity ΟΥΣ
Mor·al Ma·ˈjor·ity ΟΥΣ no pl αμερικ
I. mor·al [ˈmɒrəl, αμερικ ˈmɔ:r-] ΕΠΊΘ
1. moral (ethical):
2. moral (virtuous):
II. mor·al [ˈmɒrəl, αμερικ ˈmɔ:r-] ΟΥΣ
1. moral (of story):
2. moral (standards of behaviour):
I. ma·jor·ity [məˈʤɒrəti, αμερικ -ˈʤɔ:rət̬i] ΟΥΣ
1. majority + ενικ/pl ρήμα (greater part):
2. majority ΠΟΛΙΤ (winning margin):
II. ma·jor·ity [məˈʤɒrəti, αμερικ -ˈʤɔ:rət̬i] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ ΠΟΛΙΤ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.