Oxford Spanish Dictionary
majority <pl majorities> [αμερικ məˈdʒɔrədi, məˈdʒɑrədi, βρετ məˈdʒɒrɪti] ΟΥΣ
1.1. majority (greater number):
1.2. majority (margin):
I. moral [αμερικ ˈmɔrəl, βρετ ˈmɒr(ə)l] ΕΠΊΘ
II. moral [αμερικ ˈmɔrəl, βρετ ˈmɒr(ə)l] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
majority <-ies> [mə·ˈdʒɔr·ə·t̬i] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- moraine
- moral
- morale
- morale-booster
- moralist
- moral majority
- moral support
- moral victory
- morass
- moratorium
- Moravia