στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
moral majority [βρετ] ΟΥΣ
1. moral majority:
majority [βρετ məˈdʒɒrɪti, αμερικ məˈdʒɔrədi, məˈdʒɑrədi] ΟΥΣ
1. majority (greater part) + verbo ενικ o πλ:
2. majority ΠΟΛΙΤ:
I. moral [βρετ ˈmɒr(ə)l, αμερικ ˈmɔrəl] ΕΠΊΘ (all contexts)
II. moral [βρετ ˈmɒr(ə)l, αμερικ ˈmɔrəl] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
majority <-ies> [mə·ˈdʒɔ:·rə·ti] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.