I. christ·lich ΕΠΊΘ
II. christ·lich ΕΠΊΡΡ
Verein ΟΥΣ αρσ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ver·ein <-[e]s, -e> [fɛɐ̯ˈʔain] ΟΥΣ αρσ
1. Verein (Organisation Gleichgesinnter):
2. Verein μειωτ οικ (Haufen):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- Moralische Mehrheit (Bewegung aus verschiedenen rechtsgerichteten konservativen christlichen Organisationen in den 80er-Jahren)