στο λεξικό PONS
Christ·li·che Wis·sen·schaf·ter ΟΥΣ πλ ΘΡΗΣΚ
I. christ·lich ΕΠΊΘ
II. christ·lich ΕΠΊΡΡ
Ver·ein <-[e]s, -e> [fɛɐ̯ˈʔain] ΟΥΣ αρσ
1. Verein (Organisation Gleichgesinnter):
2. Verein μειωτ οικ (Haufen):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Christfest
- Christi
- christianisieren
- Christianisierung
- Christin
- Christliche Wissenschafter
- Christmas flower
- Christmesse
- Christmette
- Christnacht
- Christologie